-
1 удостоить
-ою, -оишьρ.σ.μ.1. κρίνω άξιο βράβευσης• βραβεύω• τιμώ με βραβείο•удостоить награды τιμώ με βραβείο•
2. αξιώνω, καταδέχομαι, ευαρεστούμαι• στέργω• αξίζω•удостоить не -ит кого-нибудь ответом απαξιώ να απαντήσω σε κάποιον.
εκφρ.удостоить чести кого – τιμώ κάποιον.1. τιμούμαι• βραβεύομαι•удостоить высшей награды τιμούμαι με το ανώτατο βραβείο.
2. αξίζω• αξιώνομαι•он -лся её улыбки αυτός αξιώθηκε του χαμόγελου της.
εκφρ.удостоить чести – ειρν. αξίζω τιμής, τιμούμαι.